- χελωνοειδής
- ης, ες черепаший; черепахосбразный;
χελωνοειδής κίνηση — черепаший шаг, ход
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χελωνοειδής κίνηση — черепаший шаг, ход
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χελωνοειδής — ές, ΝΜ αυτός που μοιάζει με χελώνα στο σχήμα ή στη βραδυπορία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τα χελωνοειδή ζωολ. παλαιότερη ονομασία για τα χελώνια. επίρρ... χελωνοειδώς Ν με αργή κίνηση, σαν τη χελώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη + ειδής*] … Dictionary of Greek
χελωνοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει το σχήμα χελώνας, ο βραδυκίνητος σαν τη χελώνα: Έκαμε μια χελωνοειδή κίνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χελωνοειδεῖ — χελωνοειδής like a tortoise masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) χελωνοειδής like a tortoise masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελωνοειδοῦς — χελωνοειδής like a tortoise masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
χελωνοειδώς — Ν επίρρ. βλ. χελωνοειδής … Dictionary of Greek